- πρέμνο
- το / πρέμνον, ΝΑ1. το κατώτερο μέρος τού κορμού τού δέντρου που απομένει μετά την κοπή τού κορμού, το κούτσουρο2. ο ξερός κορμός κλήματος, κούρβουλονεοελλ.βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών βερβεριιδώναρχ.1. (σχετικά με τον κορμό ελιάς) φλοιός2. βάση κίονα, βάθρο στύλου3. μτφ. βάση, βάθρο, θεμέλιο, ρίζα4. (κατά τον Ησύχ.) α) «πρέμνονστέλεχος, βλαστόςπᾱν ρίζωμα δέντρου τὸ γηράσκον ἢ τὸ τῆς ἀμπέλου πρὸς τῇ γῆ πρέμνον»β) «πρέμνατὰ ἰσχυρά στελέχη τῶν καταβλαστημάτων»γ) «πρέμνον ἑστίαςτῆς οἰκίας θεμέλιος»5. φρ. «πρέμνον ἀρετῆς»μτφ. ο κορμός και οι ρίζες τού δένδρου τής αρετής.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες είναι οι συνδέσεις τής λ. τόσο με τη λ. πρυμνός «έσχατος, τελευταίος», όσο και με τα: αρχ. ιρλδ. crann «δέντρο» και λατ. quernus «δρύϊνος»].
Dictionary of Greek. 2013.